εγχείρημα

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source

Greek Monolingual

το (AM ἐγχείρημα)
1. τόλμημα, απόπειρα
2. μικρή επίθεση με τοπική σημασία.