εγκληματικότητα

Greek Monolingual

η
1. η ιδιότητα του εγκλήματος ή του εγκληματία, ροπή προς το έγκλημα
2. η αναλογία τών εγκλημάτων που διαπράττονται («η εγκληματικότητα αυξήθηκε μετά τον πόλεμο»).