Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
εγκοίλιος
Greek Monolingual
-ο (AM ἐγκοίλιος, -ον) 1. αυτός που βρίσκεται μέσα στην κοιλιά 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εγκοίλια (για πλοία) τα εγκάρσια ξύλα της κοιλιάς του πλοίου, οι πλευρές, νομείς αρχ. εντόσθια.