Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
εγχυτήρας
Greek Monolingual
ο 1. όργανο με το οποίο εγχέεται κάτι 2.ονομασία οργάνου με το οποίο εισάγεται υγρό σε κοιλότητες ή ιστούς 3.συσκευή με την οποία εκσφενδονίζονται στα καμίνια υγρές καύσιμες ύλες ή όργανο με το οποίο εγχέεται αυτόματα νερόμέσα σε ατμολέβητες.