εθνόσημο

Greek Monolingual

το
1. διακριτικό σύμβολο ή έμβλημα έθνους
2. σήμα στη στολή ή στο πηλίκιο στρατιωτικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξέν. όρου (πρβλ. γαλλ. cocarde «κο(ν)κάρδα»). Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό του Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου].