-η, -ο (AM εἰκοσάμηνος, -ον)1. αυτός που έχει ηλικία είκοσι μηνών2. αυτός που διαρκεί είκοσι μήνες3. το ουδ. ως ουσ. το εικοσάμηνοδιάστημα είκοσι μηνών.