ειρμός

Greek Monolingual

ο (AM εἱρμός)
λογική σύνδεση νοημάτων, λογική σειρά του λόγου
μσν.- νεοελλ.
το πρώτο τροπάριο καθεμιάς από τις εννέα ωδές του κανόνος ο οποίος ψάλλεται στην ακολουθία του όρθρου.