λογική

From LSJ

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427

Greek Monolingual

η (AM λογική)
(φιλοσ.)
1. η επιστήμη του ορθού λόγου, της ορθής νόησης, του ορθώς διανοείσθαι
2. το λογικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τύπος θηλυκού του επιθ. λογικός.

Russian (Dvoretsky)

λογική:
1 рит. (sc. λέξις) проза;
2 филос. (sc. τέχνη) логика, наука об умозаключении Cic.