εισήγηση

Greek Monolingual

η (AM εἰσήγησις)
1. πρόταση προφορική ή γραπτή («οι εισηγήσεις μου απορρίφθηκαν»)
2. φρ. «εισήγηση νόμου» — πρόταση νόμου για ψήφιση στη βουλή με αιτιολογημένη εισηγητική έκθεση
3. εισηγήσεις
νομικά έργα της ρωμαϊκής εποχής και της εποχής του Ιουστινιανού, τα οποία αποτελούσαν εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου
αρχ.
εισαγωγή.