εισγράφω

English (LSJ)

[ᾰ],
A inscribe, στηλῶν ἐς ἃς οἱ νόμοι ἐσεγράφοντο D.C.37.9; enrol, τινὰ εἰς τοὺς φίλους Id.36.53; τινὰς ἐς τὸν κατάλογον Id.Fr.109.5; also of painting, πορφυραῖ σκιαὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς κάλλος -ουσιν Ael.NA12.25:—Med., ἐς τὰς σπονδὰς ἐσγράψασθαι ἑαυτούς to have themselves enrolled in the league, Th.1.31:—Pass., D.C.61.21.
2 simply, write down, μαντεῖα S.Tr.1167; send in a report, BCH46.400 (Mylasa).

Greek Monolingual

εἰσγράφω και ἐσγράφω (Α)
1. γράφω, καταγράφω κάπου
2. (για ζωγραφική) χρωματίζω.