εισδοχή

Greek Monolingual

η (AM εἰσδοχή)
είσοδος, ένταξη («η εισδοχή της Κύπρου στα Ηνωμένα Έθνη»)
αρχ.
1. παραλαβή σιτηρών
2. υποδοχή.