Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
εισοδηματίας
Greek Monolingual
ο αυτός που έχει πολλά εισοδήματα, που ζει από τα εισοδήματά του και όχι από προσωπική εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. rentier). Η λέξη μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδαΧρόνος].