εισροή
Greek Monolingual
η (AM εἰσροή)
(για ρευστά και αέρια) ροή μέσα σε κάτι («εἰσροὴ ὑδάτων»)
αρχ.
άφθονη συγκέντρωση χρημάτων, πλήθους κ.λπ.
η (AM εἰσροή)
(για ρευστά και αέρια) ροή μέσα σε κάτι («εἰσροὴ ὑδάτων»)
αρχ.
άφθονη συγκέντρωση χρημάτων, πλήθους κ.λπ.