εκγλυφή

Greek Monolingual

η (Α ἐκγλυφή)
νεοελλ.
1. σκάλισμα, κοίλανση («εκγλυφὴ επίπλου»)
2. κοιλότητα που γίνεται από εκγλυφίδα
αρχ.
εκκόλαψη.