εκδορά

Greek Monolingual

η (Α ἐκδορά)
νεοελλ.
επιπόλαιο τραύμα της επιδερμίδας, ξέγδαρμα
αρχ.
1. αφαίρεση του δέρματος, γδάρσιμο
2. γεν. αφαίρεση.