γδάρσιμο
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
Greek Monolingual
το
1. η αφαίρεση του δέρματος ζώου, η εκδορά
2. επιπόλαιο τραύμα στην επιδερμίδα, γρατζούνισμα
3. (για φυτά) η αφαίρεση του φλοιού
4. η χρηματική απογύμνωση κάποιου ή η πώληση πράγματος σε υπερβολικά υψηλή τιμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γδαρ-, έγδαρα, αόρ. του γδέρνω].