εκζήτηση

Greek Monolingual

η (Α ἐκζήτησις)
νεοελλ.
1. επίμονη αναζήτηση και χρήση ασυνήθιστου πράγματος («εκζήτηση λέξεων»)
2. επιτήδευση, προσποίηση
αρχ.
αναζήτηση, έρευνα.