και ξεθάπτω και ξεθάβω (AM ἐκθάπτω)1. βγάζω από τον τάφο2. γεν. ξεχώνω κάτι καλά κρυμμένονεοελλ.ανακαλύπτω κάτι χαμένο ή λησμονημένο.