ξεχώνω

From LSJ

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source

Greek Monolingual

1. βρίσκω και εξάγω κάτι βαθιά χωμένο στη γη, αποκαλύπτω κάτι
2. ξεθάβω νεκρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-χώνω (αόρ. ἐξ-έχωσα), βλ. λ. ξ(ε)-].