Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
εκθέτης
Greek Monolingual
ο (θηλ. εκθέτις και εκθέτρια) (Α ἐκθέτης) νεοελλ. 1. αυτός που συμμετέχει με εκθέματα σε εμπορική, καλλιτεχνική κ.λπ. έκθεση 2.μαθ. ο αριθμός που καθορίζει τη δύναμη στην οποία υψώνεται μια ποσότητα αρχ. εξώστης, μπαλκόνι.