μπαλκόνι

From LSJ

ἐφ' ὅσον αὐτοῦὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted

Source

Greek Monolingual

το
εξώστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. balcone < αμάρτυρο αρχ. γερμ. balkon (νεώτ. balken)].