εκθερμαίνω

Greek Monolingual

ἐκθερμαίνω (Α)
μσν.
θερμαίνω, ενισχύω ψυχικώς
αρχ.
1. θερμαίνω εντελώς
2. εξάπτομαι
3. με θέρμανση εξατμίζω
4. εξαλείφω.