εξατμίζω
From LSJ
Greek Monolingual
(AM ἐξατμίζω) ατμίζω
1. μετατρέπω υγρό σε ατμό, σε αεριώδη κατάσταση («τοῦ πυρὸς ἐξατμίσαντος ἐκ τῆς γῆς τὸ ὑγρόν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
Ι. 1. ενεργώ ώστε από κλειστό σκεύος να βγει ο ατμός («εξάτμισε τη μηχανή»)
ΙΙ εξατμίζομαι
1. (για αφρό κύματος) σβήνω, εξαφανίζομαι
2. (για κρασί, οινοπνευματώδη κ.λπ.) ξεθυμαίνω
3. εξαφανίζομαι σαν να έγινα ατμός («εξατμίστηκε το θάρρος του»).