εκλάμπω

Greek Monolingual

(AM ἐκλάμπω)
ακτινοβολώ, αστράφτω
αρχ.
1. (για ήχο) ακούγομαι καθαρά
2. διακρίνομαι, ξεχωρίζω
3. αστρολ. διαυγάζω.