εκπηδώ

Greek Monolingual

(-άω) (AM ἐκπηδῶ)
πηδώ προς τα έξω, ξεπετιέμαι από κάποιο σημείο
νεοελλ.
εμφανίζομαι ξαφνικά
αρχ.
1. εξορμώ
2. φεύγω κρυφά
3. μεταπηδώ, μεθίσταμαι
4. εκτοπίζομαι
5. εκτινάσσομαι
6. (για την καρδιά) τινάζομαι από ισχυρό συναίσθημα, πάλλομαι.