Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
εκπολιορκώ
Greek Monolingual
(-έω) (AM ἐκπολιορκῶ) 1.εξαναγκάζωπόλη ή περιοχή να παραδοθεί μετά από πολιορκία αρχ. 1.αναγκάζω με τα επιχειρήματά μου αντίπαλο να υποκύψει 2. βρίσκομαι σε δύσκολη θέση σαν να πολιορκούμαι.