εκπολιτίζω

Greek Monolingual

1. μεταδίδω τον πολιτισμό σε βάρβαρο, υπανάπτυκτο λαό ή περιοχή
2. προάγω την ανάπτυξη του πολιτισμού σε κάποιο λαό ή χώρα.