προάγω
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
[ᾰ], fut. προάξω: pf. Act.
A προῆχα D.19.18, 25.8, Paus.3.11.10:—Med., v. infr.: pf. Pass. in med. sense, v. infr. 1.7:—lead forward or lead onward, μιν ἐς τὰ οἰκία Hdt.3.148, etc.; escort on their way, Id.8.132; τοὺς πεζοὺς οὐ πολλὴν ὁδόν X.Cyr.3.3.23:—Pass., to be led on, προαγομένης τῆς πόλεως ἐπὶ συμφοράς And.2.9.
2 carry on, αἱμασιάν D.55.27; produce, Plot.3.7.6:—Pass., [τάξις] εἰς ὀξὺ προηγμένη brought to a point, Arr.Tact.16.8.
b bring on in age, etc., προῆγεν αὐτὸν ὁ χρόνος εἰς ὥραν X.Cyr.1.4.4:—Pass., ἐπὶ πλείω προῆκται τῆς κατ' ἰητρικὴν ἐπιμελείας belong to more advanced medical study, Hp.Medic.13.
c increase, raise a dose, ἐπὶ ἓξ κοτύλας Ruf.Fr.68 (v.l. προσ-).
3 bring forward, νεκρόν εἰς τὸ φανερόν, τι εἰς τὸ πρόσθεν, Pl.Lg.960a, Plt.262c; τὴν φύσιν εἰς φῶς πᾶσιν Id.Ep. 341d; βουλὴν ἀπόρρητον εἰς φῶς ἡλίου Plu.2.552d; οἱ προαγαγόντες εἰς φῶς, = οἱ γονεῖς, Poll.3.8, cf. Hld.7.23; call up an apparition, Thessal. in Cat.Cod.Astr.8(3).137.
b bring before a tribunal, SIG826G22 (ii B.C., Pass.); π. δάνειον POxy.1562.14 (iii A.D.).
4 lead on, induce, persuade, δόλῳτινὰς π. Hdt.9.90; ὡς ἡχρεία προάγει Th.3.59: with inf. added, κινδυνεύειν τινὰ π. ib.45; ἐγὼ προήγαγον ὑμᾶς ἄξια τῶν προγόνων φρονεῖν D.18.206: with Preps., π. θυμὸν ἐς ἀμπλακίην Thgn. 386 (nisi leg. παράγει); τινὰς ἐς λόγους Pl.Ti.22a; εἰς μῖσος X.HG 3.5.2; τὰς συγγενείας εἰς ἔχθραν, εἰς ἄνοιαν τὴν πόλιν, Isoc.4.174, 8.121; εἰς ὀργὴν ἢ φθόνον ἢ ἔλεον Arist.Rh.1354a25; εἰς γέλωτα ib. 1415a37; τινὰ ἐπ' ἀρετήν, opp. προτρέψασθαι, X.Mem.1.4.1; πάντας ἐκ… πολέμων ἐπὶ τὴν ὁμόνοιαν Isoc.5.141; πρὸς… κακίας ὑπερβολήν D. 20.36; ἐμαυτὸν εἰς ἀπέχθειαν Id.23.1:—Med., ἐς γέλωτα προαγαγέσθαι τινά move one to laughter, Hdt.2.121.δ'; τὴν ὑγρότητα αὐτῶν τοῦ ἤθους εἰς ἔλεον Lycurg.33; προαξόμεθ'… εἰς ἀνάγκην D.5.14: c.inf., τοῦτο πολεμίους προάγεται ἁμαρτάνειν X.Eq.Mag.5.15, cf. Aeschin.3.117, Arist.Pol.1270b2:—freq. in Pass., προαχθέντας εἰς φιλοποσίαν X.Mem.1.2.22; εἰς τοῦτ' ὀργῆς προήχθησαν ὥστε.. Isoc.20.8: c. inf., οὐ γὰρ ἔγωγε προαχθείην ἂν εἰπεῖν D.21.79, cf. 18.269, Arist.Ph.194a31; προάγεται λαλεῖν Men.164; πολλὰ προηγμένον πρᾶξαι D.5.23, etc.
5 carry forward, advance, π. τὴν πόλιν lead it on to power, Th.6.18, D.19.18; π. αὐτὴν (sc. τὴν ἀρχὴν) ἐς τόδε Th.1.75, cf. Arist.Pol.1274a10; λόγοισι προάγει... ἔργοισι δ' οὐδὲ κινεῖ Cratin.300; οὕτω μέχρι πόρρω προήγαγον [τὴν ἔχθραν] carried it so far, D.18.163; π. [τὰ πράγματα] ἐπὶ τὸ βέλτιον Id.Prooemia 38, etc.; τὴν πραγματείαν π. εἰς τὸ πρόσθεν promote the study, Aristox.Fr.Hist.81; [τὰ μαθήματα] Arist.Metaph.985b24; τὰς τέχνας Id.SE183b29, cf. Po.1449a13; π. καὶ διαρθρῶσαι τὰ καλῶς ἔχοντα τῇ περιγραφῇ carry on and complete... Id.EN 1098a22, cf. Pol.1282b35:—Med., ἐς τοῦτο [τὰ Περσέων πρήγματα] προηγάγοντο Hdt.7.50:—Pass., increase, become rife, D.19.266.
b of persons, promote or prefer to honour, δᾶμος εἰς ἀριστοκρατίαν ἄνδρας αἰ προάγοι καλῶς Isyll.3, cf. Plb.12.13.6, etc.; τινὰς εἰς δόξαν, ἐφ' ἡγεμονίας, Plu.Them.7, Galb.20, etc.; ἐπὶ μέγα προαχθῆναι Luc.Alex.55.
c prefer in the way of choice, especially in Pass., αἱ προηγμέναι φυλαί J.AJ4.8.44: προηγμένος distinguished, outstanding, ὥρα Philostr. Jun.Im.Praef.
6 in Stoic Philos., of things neither good nor bad but promoted or advanced above the zero point of indifference, προηγμένον… ὃ ἀδιάφορον ἐκλεγόμεθα Zeno Stoic.1.48, cf. Aristo ib.83, Chrysipp.ib.3.28, etc.; cf. ἀποπροάγω.
7 in pf. Pass. with med. sense, οὕτω προῆκται τοὺς παῖδας ὥστε.. has had them brought up in such a way that... D.54.23: also in pass. sense, ἐπιεικῶς τοῖς ἔθεσι προηγμένοι Arist.EN1180a8.
8 pronounce a discourse, κατὰ θεωρίαν π. πάντα Philostr.VS2.9.3; αἱ κατὰ σχῆμα προηγμέναι τῶν ὑποθέσεων ib.2.4.2.
II intr., lead the way, go before, πρόαγε δή Pl.Phdr.227c; σοῦ προάγοντος ἐγὼ ἐφεσπόμην Id.Phd. 90b, cf. X.An.6.5.6, etc.: with acc. added, προῆγε πολὺ πάντας dub. in J.BJ6.1.6 (leg. πάντων): of a commander, lead an advance, push forward, Plb.2.65.1,3.35.1, etc.
2 metaph., ὁ προάγων λόγος the preceding discourse, Pl.Lg.719a; αἱ π. γραφαί J.AJ19.6.2; ὁ π. μήν PSI5.450.59 (ii A.D.).
3 go on, advance, ἐπὶ πολὺ προάγει τῇ τε βίᾳ καὶ τῇ ὠμότητι Decr. ap. D.18.181; ἐκ τῶν ἀσαφεστέρων ἐπὶ τὰ σαφέστερα Arist.Ph.184a19; πόρρω π. ὕβρεως Clearch.6 (τὸ ἔργον προῆγε (ν) is v.l. for προσῆγε in Hdt.9.92); πᾶς ὁ προάγων καὶ μὴ μένων ἐν τῇ διδαχῇ 2 Ep.Jo.9: of time, τῆς ἡμέρας ἤδη προαγούσης Plb.18.8.1; reach, attain to, εἰς τὰς ὀκτὼ μυριάδας Phld.Ind.Sto. 32.
4 excel, τινος Dsc.1.71 (v.l. προέχει); ἀρχαιότητι J.Ap.2.15.
German (Pape)
[Seite 704] (s. ἄγω), vor-, hervorführen, fortführen, vorbringen; δάκρυα προῆγεν, Eur. I. A. 1550; τὸν νεκρὸν εἰς τὸ φανερόν, Plat. Legg. XII, 960 a; τοὺς γηγενεῖς ὁπλίσαντες προάγωμεν, Rep. III, 415 d; εἰς τὸ πρόσθεν, Polit. 262 c; προάγει αὐτὸν ὁ χρόνος, Xen. Cyr. 1, 4, 4, d. i. er wird älter; bes. ein Heer weiterführen, An. 4, 6, 21; weiter hinausrücken, τὴν αἱμασιάν, Dem. 55, 27; – antreiben, bewegen zu Etwas, μὴ δόλῳ αὐτοὺς προάγοιεν, Her. 9, 90; ἐς γέλωτα προαγαγεῖν τινα, 2, 121, 4, v.l. προαγαγέσθαι; τινὰ ἐπ' ἀρετήν, Xen. Mem. 1, 4, 1. Auch in schlimmem Sinne, verführen, verleiten, θυμὸν ἐς ἀμπλακίην, Theogn. 386; προαγαγεῖν βουληθεὶς αὐτοὺς περὶ τῶν ἀρχαίων εἰς λόγους, Plat. Tim. 22 a, vgl. Legg. II, 666 c; so oft Dem., οὐ δὴ ποιήσω τοιοῦτον οὐδὲν οὐδὲ προαχθήσομαι, 18, 269; so ist auch προαξόμεθα passiv. gebraucht, 5, 14; π ροήγαγον ὑμᾶς ἄξια τῶν προγόνων φρονεῖν, 206. πρὸς ὅσης κακίας ὑπερβολὴν ὁ νόμος ὑμᾶς προάγει, 20, 36; ἐς ὀργήν, ἔλεον, Arist. rhet. 1, 1; ταῦτα προήχθην εἰπεὶν, Pol. 5, 33, 8 u. öfter, ich ließ mich bewegen, verleiten, dieses zu sagen. – Eben so im med., ἐς τοῦτό σφεα προηγάγοντο, bis zu dieser hohen Stufe befördern, Her. 7, 50, 2. ἐς γέλωτα προαγαγέσθαι τινά, Einen rum Lachen bringen, 2, 121, 4, εἰς εὐπορίαν, Isocr. 4, 37; εἰς αἰσχύνην καὶ ἀδοξίαν προῆχε τὴν πόλιν, Dem. 25, 8, zu Ehren bringen, befördern; Pol. 12, 13, 6. 15, 21, 4 u. öfter. Bis wohin treiben, τὸ πρᾶγμα εἰς τοῦτο προῆκτο, Dem. 37, 13; vgl. Thuc. 1, 144. 6, 18. – Auch = Kinder erziehen, εἰ γὰρ οὕτω τοὺς ἑαυτοῦ προῆκται παῖδας, Dem. 54, 23. – Auch sc. ἑαυτόν, scheinbar intrans., vor-, vorwärts-, weitergehen, πρόαγε δή, Plat. Phaedr. 227 c, σοῦ προάγοντος ἐγὼ ἐφεσπόμην, Phaed. 90 a, u. öfter; so will auch Schweigh. bei Her. 9, 92 τὸ ἔργον προῆγε statt προσῆγε lesen; ἐκ τοῦ βουλευτηρίου προῆγον ἐπὶ τὴν θάλασσαν, Pol. 14, 10, 1, u. öfter, bes. von Feldherren, sc. τὸ στράτευμα, das Heer vorführen, vorrücken; ähnlich ἐπὶ πολὺ προάγει τῇ τε βίᾳ καὶ τῇ ὠμότητι, Dem. 18, 181; Sp., wie S. Emp.
French (Bailly abrégé)
f. προάξω, ao.2 προήγαγον, pf. rare προῆχα;
A. I. mener en avant, faire avancer : εἰς φῶς PLUT produire à la lumière;
II. fig. 1 faire avancer, promouvoir, élever en puissance ou en dignité : τινα εἰς δόξαν PLUT élever qqn en crédit, en réputation ; Pass. avoir grandi : ἐπὶ μέγα LUC en puissance;
2 pousser, exciter : τινα ἐπί τι ou εἴς τι pousser qqn à qch (à la vertu, à la colère, etc.) ; τινά avec l'inf. : pousser qqn à faire qch ; Pass. se laisser entraîner, se laisser égarer ou tromper;
B. intr. s'avancer, avancer fig. : ἐπὶ πολὺ τῇ τε βίᾳ καὶ τῇ ὠμότητι DÉM se porter aux derniers excès de violence et de cruauté;
Moy. προάγομαι pousser en avant : ἐς τοῦτο HDT jusqu'à ce degré ; τινα εἴς τι pousser ou amener qqn à qch (au rire, à la pitié, etc.).
Étymologie: πρό, ἄγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-άγω, perf. προῆχα, med.-pass. προῆγμαι met acc. naar voren brengen, verder brengen:; προήγαγον αὐτοὺς μόγις μέχρι Δήλου zij escorteerden hen net aan tot Delos Hdt. 8.132.2; προήγαγε ἔξω τῆς οἰκουμένης τὴν Ῥωμαίων ἡγεμονίαν hij breidde de macht van de Romeinen uit tot buiten de bewoonde wereld Plut. Caes. 23.3; uitbr..; τὴν φύσιν εἰς φῶς πᾶσιν π. de natuur voor allen in het licht stellen Plat. Epist. 341d; προῆγεν αὐτὸν ὁ χρόνος de tijd voerde hem verder (d.w.z. hij werd ouder) Xen. Cyr. 1.4.4; pass.. τίνα τρόπον ἐνθαδὶ προήχθην; hoe ben ik hier terechtgekomen? Men. Dysc. 919. overdr. verder brengen, vooruit laten gaan:; π. τὴν πόλιν de stad begunstigen Thuc. 6.18.6; abs..; προάγει ἡ τῶν πραγμάτων ἐμπειρία kennis van zaken brengt vooruitgang Men. Dysc. 29; ἐπιεικῶς τοῖς ἔθεσι προηγμένοι fatsoenlijk opgevoed Aristot. EN 1180a8; met doelbep. brengen tot, leiden tot, ertoe brengen om:; ἐπ’ ἀρετήν tot deugd Xen. Mem. 1.4.1; τοὺς Ἀθηναίους π. εἰς δόξαν de Atheners tot roem brengen Plut. Them. 7.4; ἐφ’ ἡγεμονίας π. aan de macht brengen Plut. Galb. 20.6; ἡ τύχη... κινδυνεύειν τινὰ προάγει het lot brengt iemand ertoe om risico te nemen Thuc. 3.45.6; ἐπὶ ταύτας τὰς συμφορὰς tot dat ongeluk And. 2.9; ook med.. ἐς τοῦτό σφεα προηγάγοντο ze hebben hen tot die hoogte opgestuwd Hdt. 7.50.3; ἐς γέλωτα προαγαγέσθαι aan het lachen brengen Hdt. 2.121δ.4. intrans. voorgaan, vooropgaan: overdr.. σοῦ … προάγοντος ἐγὼ ἐφεσπόμην onder jouw leiding volgde ik Plat. Phaed. 90b; ὁ προάγων λόγος het voorafgaande argument Plat. Lg. 719a. voortgaan, verder gaan:. ἐπὶ πολὺ π. τῇ τε βίᾳ καὶ τῇ ὠμότητι nog veel verder gaan in geweld en wreedheid Dem. 18.181.
Russian (Dvoretsky)
προάγω: (ᾰ) (aor. 2 προήγαγον, pf. προῆχα)
1 med. вести вперед (τοὺς πεζούς Xen.): τὸν νεκρὸν π. Plat. нести покойника;
2 выводить (наружу) (τινά NT);
3 приводить, доводить (τινὰ ἐς τὰ οἰκία Her.): ὡς προῆγεν (τὸν Κῦρον) ὁ χρόνος εἰς ὥραν τοῦ πρόσηβον γενέσθαι Xen. (досл.) когда время привело Кира к юношескому возрасту; προήχθη εἰπεῖν Arst. (Эврипид) договорился (до странной мысли);
4 вводить, побуждать, склонять (ἀνθρώπους ἐπ᾽ ἀρετήν Xen.): π. τινὰ περί τινος εἰς λόγους Plat. заставлять кого-л. говорить о чем-л.; ὡς χρεία προάγει Thuc. как требует необходимость; π. τινὰ εἰς ὀργὴν ἢ φθόνον ἢ ἔλεον Arst. внушать кому-л. гнев, недоброжелательность или жалость; κινδυνεύειν τινὰ π. Thuc. толкать кого-л. на риск; ἐς γέλωτά τινα προαγαγεῖν Arst. (προαγαγέσθαι Her.) рассмешить кого-л.; εἰς τοῦτο προαγαγέσθαι τι Her. довести что-л. до такой степени; προαχθῆναι γράφειν διά τι Polyb. чем-л. быть побужденным к описанию (событий);
5 продвигать вперед, возвышать, возвеличивать, усиливать (τὴν πόλιν Thuc.; τὰ μαθήματα Arst.): προαγαγεῖν εἰς δόξαν τινά Plut. прославить кого-л.; πολλοὺς προαγαγεῖν ἐφ᾽ ἡγεμονίας Plut. назначить многих (солдат) на командные посты; ἐπὶ μέγα προαχθῆναι παρά τινι Luc. быть высоко вознесенным благодаря кому-л.;
6 выпускать: π. δάκρυα Eur. проливать слезы; π. καρπούς Arst. приносить плоды;
7 идти вперед, продвигаться (ἐπὶ τὴν θάλατταν Polyb.): σοῦ προάγοντος ἐγὼ ἐφεσπόμην Plat. так как ты шел вперед, то я (за тобой) следовал; τῆς ἡμέρος ἤδη προαγούσης Polyb. так как день уже продвинулся, т. е. было уже поздно; ἐκ τῶν ἀσαφεστέρων ἐπὶ τὰ σαφέστερα π. Arst. продвигаться от менее ясного к более ясному;
8 идти впереди (οἱ προάγοντές τινα καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες NT): π. τινὰ εἰς τόπον τινά NT раньше кого-л. войти куда-л.;
9 предшествовать (во времени): ὁ προάγων λόγος Plat. ранее сказанное;
10 med. выращивать, воспитывать (παῖδας Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
προάγω: [ᾰ], μέλλ. -άξω· πρκμ. ἐνεργ. προῆχα Δημ. 346. 24., 772. 5, Παυσ.· ― οἱ ἀόρ. προῆξα, -ηξάμην ἐσχάτως ἀμφίβολοι, ἴδε ἐν λέξ. ἄγω. ― Μέσ., ἴδε κατωτ.: παθ. πρκμ. μετὰ μέσ. σημασ., κατωτ. Ι. 5. Ὁδηγῶ ἐμπρός, εἰς τόπον Ἡρόδ. 3. 148, κτλ.· ὡσαύτως ὡς τὸ προπέμπω, συνοδεύω, ὁ αὐτ. 8. 132· τοὺς πεζοὺς οὐ πολλὴν ὁδὸν Ξεν. Κυρ. 3. 3, 23. ― Παθητ., ἄγομαι ἐπί τι, βαίνω, προάγεσθαι ἐπὶ συμφορὰς Ἀνδοκ. 20. 42· προήχθη εἰπεῖν Ἀριστ. Φυσ. 2. 2, 8, πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1. 2) ἄγω, φέρω εἴς τι, εἰς τὸ φανερόν, εἰς τὸ πρόσθεν, Πλάτ. Νόμ. 960Α, Πολιτικ. 262C· τὴν φύσιν εἰς φῶς Πλάτ. Ἐπιστ. 341D· βουλὴν ἀπόρρητον εἰς φῶς ἡλίου Πλούτ. 2. 552D· οἱ πρ. εἰς φῶς = οἱ γονεῖς, Πολυδ. Γ΄, 8· ― ἐπὶ ἡλικίας, προάγει αὐτὸν ὁ χρόνος Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4. 3) παρακινῶ, πείθω εἴς τι, δόλῳ πρ. τινὰ Ἡρόδ. 9. 90· ἡ χρεία προάγει Θουκ. 3. 59· ― τὸ ἀντικείμενον συχν. προστίθεται κατ’ ἀπαρ., πρ. τινὰ κινδυνεύειν αὐτόθι 45· ἐγὼ προήγαγον ὑμᾶς ἄξια τῶν προγόνων φρονεῖν Δημ. 296. 25· οὐ γὰρ ἔγωγε προαχθείην ἂν εἰπεῖν ὁ αὐτ. 540. 7, πρβλ. 63. 3., 316. 12· ― ὡσαύτως μετὰ προθ., πρ. θυμὸν ἐς ἀμπλακίην Θέογν. 386· τινὰ ἐς λόγους Πλάτ. Τίμ. 22Α· εἰς φιλοποσίαν, εἰς μῖσος Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 22, Ἑλλ. 3. 5, 2· εἰς ὀργὴν ἢ φθόνον ἢ ἔλεον Ἀριστ. Ρητορ. 1. 1, 5· εἰς γέλωτα αὐτόθι 3. 14, 7· εἰς τοῦτο ὀργῆς προήχθησαν ὥστε... Ἰσοκρ. 397Α· εἰς τοῦτο εὐηθίας καὶ ῥᾳθυμίας ὥστε... Δημ. 618. 2, κτλ.· τινὰ ἐπ’ ἀρετὴν Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 1· πάντας ἐκ... πολέμων ἐπὶ τὴν ὁμόνοιαν Ἰσοκρ. 111Α· πρός... κακίας ὑπερβολὴν Δημ. 468. 12· ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, εἰς τοῦτό σφεα προηγάγοντο, εἰς τοῦτο τὸ σημεῖον προήγαγον αὐτά, Ἡρόδ. 7. 50, 2· ἐς γέλωτα προαγαγέσθαι τινὰ ὁ αὐτ. 2. 121, 4· τινὰ εἰς ἔλεον Λυκοῦργ. 152. 12· εἰς ἀνάγκην Δημ. 60. 12· μετ’ ἀπαρεμφ., τοῦτο πολεμίους προάγεται ἁμαρτάνειν Ξεν. Ἱππαρχ. 5, 15, πρβλ. Αἰσχίν. 70. 12, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 18. 4) ἐπεκτείνω, προεκβάλλω, τὴν αἱμασιὰν Δημ. 1279. 13· προάγω τὴν πόλιν, προάγω αὐτὴν εἰς μείζονα ἰσχύν καὶ ἐπίδοσιν, Θουκ. 6. 18· πρ. αὐτὴν (δηλ. τὴν ἀρχὴν) ἐς τόδε ὁ αὐτ. 1. 75, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 4· λόγοισι προάγει..., ἔργοισι δ’ οὐδὲν κινεῖ Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 139b· οὕτω μέχρι πόρρω προήγαγον τὴν ἔχθραν Δημ. 282. 4· πρ. τὰ πράγματα ἐπὶ τὸ βέλτιον ὁ αὐτ. 1447. 2, κτλ.· πρ. τὴν πραγματείαν εἰς τὸ πρόσθεν, φέρω πρὸς τὰ ἐμπρὸς τὴν σπουδήν, φέρω εἰς καλὸν σημεῖον, προβιβάζω, ἐνεργῶ ὥστε νὰ γίνῃ ἐπίδοσις εἰς..., Ἀριστόξ. ἐν Στοβ. Ἐκκλ. 1. 16· τὰ μαθήματα Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 5, 1· τὰς τέχνας ὁ αὐτ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 33, 15, πρβλ. Ποιητ. 4. 14· δόξειε δ’ ἂν παντὸς εἶναι προαγαγεῖν καὶ διορθῶσαι τὰ καλῶς ἔχοντα τῇ περιγραφῇ, ὅτι ἐπιβάλλεται εἰς πάντα νὰ προαγάγῃ καὶ νὰ διοθρώσῃ τὰ καλῶς ἔχοντα διὰ περιγραφῆς, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 1. 7, 17. ― Παθ., προάγομαι, Δημ. 426. 7. β) ἐπὶ προσώπων, προάγω, προβιβάζω, Πολύβ. 12. 13, 6, κτλ.· τινὰ εἰς δόξαν, ὑφ’ ἡγεμονίας Πλουτ. Θεμιστ. 7, Γάλβ. 20, κτλ.· ἐπὶ μέγα προαχθῆναι Λουκ. Ἀλέξ. 55. γ) προτιμῶ ἐπὶ ἐκλογῆς (ἴδε ἐν λέξ. προηγμένα, τά). 5) ἐν τῷ παθ. πρκμ. μετὰ μέσ. σημασ., προῆκται παῖδας οὕτως ὥστε..., ἔχει ἀναθρέψῃ αὐτοὺς οὕτως ὥστε .., Δημ. 1264. 3· ἀλλ’ οὕτω καὶ ἐπὶ παθ. σημασ., ἐπιεικῶς τοῖς ἔθεσι προηγμένοι Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 9, 10. 6) ἀντὶ τοῦ δάκρυα προῆγεν, ἐν Εὐρ. Ι. Α. 1550, ὁ Δινδ. διώρθωσε προῆκεν. 7) ἐπὶ φυτῶν, παράγω, καρποὺς, φύλλα, κτλ. Ἀριστ. π. Φυτ. 1, 4, 1, κ. ἀλλ. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ., κυρίως ἐπὶ στρατηγοῦ, ὁδηγῶ (στρατιὰν) ἐμπρός, προχωρῶ, Πολυβ. 2. 65, 1., 3. 35, 1, κτλ.· ἀκολούθως, ἡγοῦμαι τῆς ὁδοῦ, προπορεύομαι, πρόαγε δὴ Πλάτ. Φαῖδρ. 227C· σοῦ προάγοντος ἐγὼ ἐφεσπόμην ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 90Β, Ξεν. Ἀν. 6. 3, 6, κτλ.· ― ἐνίοτε ἀκολουθεῖ αἰτ., ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ προπορεύομαι, προῆγε πολὺ πάντας Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 6. 1, 6, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. β΄, 9. 2) μεταφορ., ὁ προάγων λόγος, ὁ προηγούμενος λόγος, Πλάτ. Νόμ. 719Α· αἱ πρ. γραφαὶ Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 19. 6, 2. 3) προχωρῶ, ἐπὶ πολὺ προάγει τῇ τε βίᾳ καὶ τῇ ὠμότητι Ψήφισμα παρὰ Δημ. 289. 9· ἐκ τῶν ἀσαφεστέρων ἐπὶ τὰ σαφέστερα Ἀριστ. Φυσ. 1. 1, 2, πρβλ. Πολιτικ. 3. 12, 4· πολὺ πρ. ὕβρεως Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 515F· οὕτως ὁ Schweigh. προτείνει ἐν Ἡροδ. 9. 92, τὸ ἔργον προῆγε ἀντὶ προσῆγε· ― ἐπὶ χρόνου, τῆς ἡμέρας ἤδη προαγούσης Πολύβ. 17. 8, 1. 4) ὑπερέχω, ἐξέχω, τινὸς Διοσκ. 1. 91, Ἰώσηπ. κατὰ Ἀπίωνος 2. 15. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προάγεσθαι· ἐπεξεργάζεσθαι» καὶ «προάγομαι· προέρχομαι» καὶ «προάγομεν· προφέρομεν. προτρέπομεν». ― Ἴδε Κόντου Παρατηρ. εἰς Ἀριστ. Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 45.
English (Strong)
from πρό and ἄγω; to lead forward (magisterially); intransitively, to precede (in place or time (participle, previous)): bring (forth, out), go before.
English (Thayer)
imperfect προῆγον; future προάξω; 2nd aorist προήγαγον; from Herodotus down;
1. transitive, to lead forward, lead forth: τινα, one from a place in which he has lain hidden from view,—as from prison, ἔξω, L T Tr WH); in a forensic sense, to bring one forth to trial, WH text προσαγαγεῖν); with addition of ἐπί and the genitive of the person about to examine into the case, before whom the hearing is to be had, εἰς τήν δίκην, Josephus, b. j. 1,27, 2; εἰς ἐκκλησίαν τούς ἐν αἰτία γενομένους, Antiquities 16,11, 7).
2. intransitive (see ἄγω, 4 (and cf. πρό, d. α.)), a. to go before: L marginal reading of παράγοντες); opposed to ἀκολουθέω, R G; εἰς with an accusative of place, εἰς κρίσιν, ἐπακολουθέω); participle προάγων, preceding i. e. prior in point of time, previous, προφητεία at the end, and under the word ἐπί, C. I:2g.γ. γγ. (but R. V. marginal reading led the way to, etc.)); τινα, to precede one, L T Tr WH in Josephus, b. j. 6,1, 6; Buttmann, § 130,4); followed by εἰς with an accusative of place, τινα εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, to take precedence of one in entering into the kingdom of God, Buttmann, 201 (177)).
b. to proceed, go forward: in a bad sense, to go further than is right or proper, equivalent to μή μένειν ἐν τῇ διδαχή, to transgress the limits of true doctrine (cf. our colloquial, 'advanced' (views, etc.) in a disparaging sense), L T Tr WH (but R. V. marginal reading taketh the lead).
Greek Monolingual
ΝΜΑ
άγω
1. οδηγώ κάποιον προς τα εμπρός, προπορευόμενος οδηγώ κάποιον κάπου («καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ ὅν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτούς», ΚΔ)
2. ενεργώ ώστε να προοδεύσει κάποιος ή κάτι, να βελτιωθεί, να αναπτυχθεί (α. «χρέος μας είναι να προαγάγουμε το διεθνές κίνημα ειρήνης» β. «η χρήση της νέας τεχνολογίας προάγει την εθνική οικονομία» γ. «καὶ νῦν τῷ αὐτῷ τρόπῳ πειρᾱσθε προαγαγεῖν τὴν πόλιν», Θουκ.)
3. κάνω κάτι να γίνει περισσότερο, επαυξάνω («η εφαρμογή νέων τεχνικών μεθόδων θα προαγάγει τη γεωργική παραγωγή»)
4. (σχετικά με πρόσ.) προβιβάζω κατά τάξη ή κατά βαθμό (α. «ο δάσκαλος ανακοίνωσε ότι θα προαχθούν όλοι οι μαθητές» β. «οι λοχαγοί θα προαχθούν σε ταγματάρχες» γ. «μάλιστα τοὺς Ἀθηναίους προαγαγεῖν εἰς δόξαν», Πλούτ.)
νεοελλ.
(η μτχ. μέσ. παρακμ.) προηγμένος, -η, -ον
αυτός που βρίσκεται σε ανώτερο βαθμό μόρφωσης και πολιτισμού («προηγμένα κράτη»)
αρχ.
1. συνοδεύω, προπέμπω
2. προπορεύομαι («σοῦ προάγοντος ἐγὼ ἐφεσπόμην», Πλάτ.)
3. (για στρατηγό) προπορεύομαι και οδηγώ το στράτευμα εμπρός
4. επεκτείνω προς τα εμπρός
5. παρουσιάζω, φανερώνω
6. καθιστώ κάποιον μεγαλύτερο σε ηλικία, ενηλικιώνω («προῆγεν αὐτὸν ὁ χρόνος εἰς ὥραν», Ξεν.)
7. φέρνω ενώπιον κάποιου, εμφανίζω («νεκρὸν εἰς τὸ φανερὸν προάγειν», Πλάτ.)
8. προσάγω στο δικαστήριο
9. παρακινώ, πείθω («δόλῳ τινὰ προάγειν», Ηρόδ.)
10. προτιμώ, εκλέγω («προηγμέναι φυλαί» — εκλεκτές φυλές, Ιώσ.)
11. εκφωνώ, απαγγέλλω
12. (αμτβ.) (για λόγο) προτάσσομαι, προηγούμαι («ὁ δὲ προάγων λόγος ὅ γέ μοι ἀπείργασται», Πλάτ.)
13. προχωρώ («τῆς ἡμέρας ἤδη προαγούσης», Πολ.)
14. φτάνω («προάγειν εἰς τὰς ὀκτὼ μυριάδες», Φιλόδ.)
15. εξέχω
16. (για τον θεό ως δημιουργό του σύμπαντος) δημιουργώ
17. (για φυτά) παράγω
18. εκπορνεύω, εκδίδω
19. (ως απρόσ.) προάγεται
είναι προτιμότερο
20. (μέσ. και παθ.) προάγομαι
α) βαίνω («προαγμένης τῆς πόλεως ἐπὶ συμφοράς», Ανδ.)
β) προκόβω σε κάτι, παρουσιάζω βελτίωση
γ) ανατρέφω
21. (η μτχ. αρσ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ προάγων
τίτλος αξιωματούχου
22. (η μτχ. αρσ. μέσ. παρακμ.) προηγμένος
εκλεκτός, διαλεχτός, εξέχων
23. (η μτχ. ουδ. πληθ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ προηγμένα
(ως όρος της στωικής φιλοσοφίας) τα πράγματα που προτιμώνται από τους άλλους όχι ως τελείως αγαθά αλλά ως καλύτερα από τα τελείως κακά
24. φρ. α) «οἱ προαγαγόντες εἰς φῶς» — οι γονείς
β) «τὴν πραγματείαν προάγειν εἰς τὸ πρόσθεν» — ενεργώ ώστε να υπάρχει βελτίωση στη σπουδή.
Greek Monotonic
προάγω: [ᾰ], μέλ. -άξω, παρακ. -ῆχα, αόρ. βʹ -ήγᾰγον — Παθ., αόρ. αʹ -ήχθην, παρακ. -ῆγμαι,
I. 1. οδηγώ μπροστά, επάνω, προς τα εμπρός, σε Ηρόδ. κ.λπ.· συνοδεύω, στον ίδ., Ξεν.
2. φέρω, οδηγώ στη δημοσιότητα, σε Πλάτ.
3. παρακινώ, πείθω, σε Ηρόδ., Θουκ.· με απαρ., προάγω τινὰ κινδυνεύειν, σε Θουκ.· με πρόθ., προάγω θυμὸν ἐς ἀμπλακίην, σε Θέογν.· τινὰ εἰς φιλοποσίαν, εἰς μίσος, σε Ξεν.· ἐπ' ἀρετήν, στον ίδ.· ομοίως, στη Μέσ., ἐς γέλωτα προαγαγέσθαι τινά, παρακινώ κάποιον να γελάσει, σε Ηρόδ.· εἰς ἀνάγκην, σε Δημ. 4. α) οδηγώ πάνω ή εμπρός, επεκτείνω, προάγω τὴν πόλιν, την οδηγώ σε μεγάλη δύναμη, σε Θουκ.· μέχρι πόρρω προήγαγον τὴν ἔχθραν, την οδήγησαν πολύ πιο πέρα, μακριά, σε Δημ. — Παθ., προάγομαι, αυξάνομαι, στον ίδ. β) λέγεται για πρόσωπα, προάγω, προτιμώ ή προβιβάζω στην τιμή, σε Πλούτ.
5. Παθ. παρακ. με Μέσ. σημασία, προῆκται παῖδας οὕτως ὥστε..., έχει αναθρέψει έτσι ώστε να..., σε Δημ.· αλλά, επίσης με Παθ. σημασία, τοῖς ἔθεσι προηγμένοι, σε Αριστ.
II. αμτβ., οδηγώ εμπρός, προχωρώ, προπορεύομαι, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· ακολουθ. αιτ., προπορεύομαι κάποιου, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
fut. άξω perf. -ῆχα aor2 -ήγᾰγον Pass., aor1 -ήχθην perf. -ῆγμαι
I. to lead forward, on, onward, Hdt., etc.: to escort on their way, Hdt., Xen.
2. to bring forward in public, Plat.
3. to lead on, induce, Hdt., Thuc.; c. inf., πρ. τινὰ κινδυνεύειν Thuc.; with Preps., πρ. θυμὸν ἐς ἀμπλακίην Theogn.; τινὰ εἰς φιλοποσίαν, εἰς μῖσος Xen.; ἐπ' ἀρετήν Xen.:—so in Mid., ἐς γέλωτα προαγαγέσθαι τινά to move one to laughter, Hdt.; εἰς ἀνάγκην Dem.
4. to carry on or forward, πρ. τὴν πόλιν to lead it on to power, Thuc.; μέχρι πόρρω προήγαγον τὴν ἔχθραν carried it so far, Dem.:—Pass. to increase, wax, Dem.
b. of persons, to promote or prefer to honour, Plut.
5. perf. pass. with mid. sense, προῆκται παῖδας οὕτω ὥστε…, has had them brought up in such a way that…, Dem.; but also in pass. sense, τοῖς ἔθεσι προηγμένοι Arist.
II. intr. to lead the way, go before, advance, Plat., Xen., etc.:—an acc. added, to go before one, NTest.
Chinese
原文音譯:pro£gw 普羅-阿哥
詞類次數:動詞(18)
原文字根:以前-帶領 相當於: (נָגַשׁ)
字義溯源:引領向前,在⋯前頭行,在⋯前頭走,在⋯前頭行,前行的人,提⋯出來,帶⋯那裏,先前的,領出,帶,領,先渡,先進,前走,引路,往前;由(πρό)*=前)與(ἄγω)*=帶領)組成比較: (ἐξάγω)=領出來
出現次數:總共(19);太(6);可(5);路(1);徒(4);提前(2);來(1)
譯字彙編:
1) 要在⋯以先(2) 太26:32; 可14:28;
2) 先渡(2) 太14:22; 可6:45;
3) 他在⋯去(2) 太28:7; 可16:7;
4) 在⋯前頭行(1) 太2:9;
5) 在⋯前頭走(1) 可10:32;
6) 帶⋯那裏(1) 徒17:5;
7) 提⋯出來(1) 徒12:6;
8) 先前的(1) 來7:18;
9) 從前(1) 提前1:18;
10) 先進(1) 太21:31;
11) 前行(1) 太21:9;
12) 前行的人(1) 可11:9;
13) 在前頭走的人(1) 路18:39;
14) 我帶(1) 徒25:26;
15) 領(1) 徒16:30;
16) 要先(1) 提前5:24
Lexicon Thucydideum
producere, to bring forth, produce, 2.90.1, 8.87.3,
Transl. translate prouehere, to convey forward, 1.75.3, 1.144.4, 6.18.6,
impellere, to drive on, 3.45.6, 3.59.2.
Translations
persuade
Arabic: أَقْنَعَ; Armenian: հորդորել; Azerbaijani: inandırmaq, razılaşdırmaq; Belarusian: запэўніваць, запэўніць; Bulgarian: убеждавам, убедя; Catalan: persuadir; Chinese Mandarin: 說服/说服, 勸說/劝说, 相勸/相劝, 勸/劝; Czech: přesvědčit; Danish: overbevise, overtale; Dutch: overtuigen, overhalen, overreden, persuaderen; Esperanto: konvinki, persvadi; Estonian: veenma, keelitama; Finnish: taivuttaa, vakuuttaa; French: persuader, convaincre; German: überreden, gewinnen, verführen, bestechen, dazu bringen; Gothic: 𐌲𐌰𐍆𐌿𐌻𐌻𐌰𐍅𐌴𐌹𐍃𐌾𐌰𐌽; Greek: πείθω; Ancient Greek: ἀγαπάω, ἀγαπέω, ἀγαπῶ, ἀμπείθω, ἀναγιγνώσκω, ἀναγινώσκω, ἀναπείθειν, ἀναπείθω, ἐάω, ἐκπείθω, ἐπαείρω, ἐπαίρω, ἐπισπάω, ἐπισπῶ, καταπείθω, παραίφημι, παραναπείθω, παράφημι, πάρφαμι, πάρφημι, πείθειν, πείθω, προάγω, προσβιβάζω, προτρέπω, συμπείθω, ψυχαγωγέω, ψυχαγωγῶ; Hebrew: שִׁכְנֵעַ; Hungarian: rábeszél, meggyőz, rávesz; Hunsrik: përsuatiere; Italian: persuadere, convincere; Japanese: 説得する, 説く; Khmer: បញ្ជោក; Korean: 설득하다; Lao: ຊັກຊວນ; Latin: persuadeo, exoro; Latvian: pārliecināt, pierunāt; Lithuanian: įtikinti, įkalbėti; Macedonian: убедува, убеди; Malayalam: അനുനയിപ്പിക്കുക; Maori: whakapakepake; Norwegian Bokmål: overtale, overbevise; Persian: متقاعد کردن; Polish: przekonywać, przekonać; Portuguese: persuadir; Romanian: convinge, persuada; Russian: убеждать, убедить, уговаривать, уговорить; Scottish Gaelic: iompaich; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀верити, у̀вјерити, убедити, убиједити; Roman: ùveriti, ùvjeriti, ubéditi, ubijéditi; Slovak: presvedčiť; Slovene: prepričevati, prepríčati; Spanish: persuadir; Swedish: övertyga, övertala; Thai: ชักชวน, โน้มน้าว; Turkish: ikna etmek, razı etmek; Ukrainian: переконувати, переконати; Vietnamese: thuyết phục; Welsh: perswadio