Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
εκπροχέω
Greek Monolingual
ἐκπροχέω (Α) 1.αφήνω να χυθούν, να στάξουν προς τα εμπρός («λοιβὰς ἐκπροχέων») 2.βγάζω, εκστομίζω («ἐκπροχέων ἰαχάν») 3.αφήνω να ξεχυθούν, να πέσουν («ἐκπροχέουσα πλοκάμους»).