εκσμάω

Greek Monolingual

ἐκσμάω (Α)
σφουγγίζω, ξεπλένω, εξαλείφω («οἱ θεράποντες αὐτοῦ ἐξέσμων αὐτά [τὰ ποτήρια]», Ηροδ.).