εκστρατεύω

Greek Monolingual

(AM ἐκστρατεύω)
κάνω εκστρατεία, ξεκινώ με στρατό για πόλεμο
νεοελλ.
επιδιώκω μαζί με άλλους την επιτυχία ενός κοινωφελούς σκοπού, ξεσπαθώνω, κάνω σταυροφορίαεκστρατεύω κατά τών ναρκωτικών»)
αρχ.
1. (μτβ. με αιτ.) οδηγώ κάποιον σε εκστρατεία, τον κάνω να εκστρατεύσει
2. (μέσ., -ομαι)
ξεκινώ για πόλεμο
3. (στον παθ. παρακμ.) είμαι ή βρίσκομαι σε εκστρατεία
4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) οἱ ἐξεστρατευμένοι
οι απόμαχοι.