και ξετυλίγω (AM ἐκτυλίσσω)ξετυλίγω, ξεδιπλώνωαναπτύσσω κάτι τυλιγμένονεοελλ.μέσ. εκτυλίσσομαι(για αλληλοεξαρτημένα γεγονότα) αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι, παρουσιάζω διαδοχικές φάσεις.