και εκφοβώ (-έω) (Α ἐκφοβῶ)κάνω κάποιον να φοβηθεί, προξενώ φόβο, τρομάζω, φοβίζω, φοβερίζωαρχ.παθ. ἐκφοβοῦμαιφοβούμαι πολύ, κατατρομάζω.