ελίκη

Greek Monolingual

ἑλίκη, η (Α)
1. ο αστερισμός της μεγάλης άρκτου
2. το ελικοειδές τμήμα του κοχλία
3. το ελικοειδές τμήμα τών εντέρων
4. η ιτιά.