Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ελαιώδης
Greek Monolingual
-ες (AM ἐλαιώδης, -ες) αυτός που μοιάζει με λάδι στη σύστασή του νεοελλ. αυτός που περιέχει λάδι ή άλλη λιπαρή ύλη («ελαιώδη προϊόντα») αρχ. αυτός που έχει το χρώμα του λαδιού, λαδόχρωμος, λαδής.