ελαφρύνω

Greek Monolingual

(AM ἐλαφρύνω)
1. κάνω κάτι ελαφρό, αλαφραίνω
2. καθιστώ ευκολότερο κάτι
μσν.- νεοελλ.
ανακουφίζω κάποιον από θλίψη, κόπους, δαπάνες.