Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ελεφαντίαση
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἐλεφαντίασις) 1.διόγκωση τών ποδιών, τών χεριών ή των γεννητικών οργάνων που οφείλεται σε παθολογικά αίτια 2.πάθηση του δέρματος με χρόνιαφλεγμονή και σκλήρυνση που το κάνει να μοιάζει σαν του ελέφαντα.