-ες (AM ἑλώδης, -ες)1. ο γεμάτος έλη2. αυτός που προκαλείται από το έλος («ελώδης πυρετός»)νεοελλ.1. ελόβιος2. το θηλ. ως ουσ. η ελώδηςγένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών κυφοειδώναρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑλῶδεςέλος, βαλτότοπος.