Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
εμβρυώδης
Greek Monolingual
-ες 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έμβρυο ή περιέχει έμβρυο («εμβρυώδη φυτά») 2. αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση όμοια με του εμβρύου, που βρίσκεται στην αρχή της ανάπτυξής του.