εμμενής

Greek Monolingual

ἐμμενής, -ές (Α)
1. σταθερός, επίμονος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμμενές
σταθερότητα, επιμονή
3. (το ουδ. ως επίρρ.) με επιμονή, αδιάλειπτα.