εμπίμπλημι

Greek Monolingual

ἐμπίμπλημι και ἐμπίπλημι (AM)
1. γεμίζω ώς επάνω
2. γεμίζω με κάτι («ἐμπίπληθι ῤέεθρα ὕδατος», Ιλ.)
3. ταΐζω κάποιον, τον χορταίνω
4. ικανοποιώ
5. εκπληρώνω
6. μέσ. τρώω πολύ.