εμπαίζω

Greek Monolingual

(AM ἐμπαίζω)
1. περιπαίζω, περιγελώ
2. απατώ, ξεγελώ («τον εμπαίζει με υποσχέσεις»)
αρχ.
1. παίζω, διασκεδάζω
2. κάνω ερωτικά παιχνίδια με γυναίκα.