(AM ἐμπαίζω)1. περιπαίζω, περιγελώ2. απατώ, ξεγελώ («τον εμπαίζει με υποσχέσεις»)αρχ.1. παίζω, διασκεδάζω2. κάνω ερωτικά παιχνίδια με γυναίκα.