εμπασιά

Greek Monolingual

και μπασιά και έμπαση, η
1. το μέρος απ' όπου μπαίνει κανείς, η είσοδος
2. στενός δρόμος
3. το φαινόμενο ή ο χρόνος κατά τον οποίο τα νερά της θάλασσας επανέρχονται στην αρχική τους θέση, παλίρροια.