ενήμερος

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ο γνώστης τών καθημερινών συμβάντων, αυτός που γνωρίζει καλά όσα αφορούν σε μιαν υπόθεση, γνώστηςείναι πάντα ενήμερος», «είμαστε ενήμεροι της καταστάσεως»)
2. (λογιστ.) «ενήμερος λογαριασμός» — ο λογαριασμός στον οποίο έχουν καταχωριστεί όλες οι πράξεις ή μεταβολές που έγιναν
3. φρ. «ενήμερος στις πληρωμές του» — αυτός που καταβάλλει εμπρόθεσμα και έγκαιρα τις οφειλές του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εν + ημέρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του 'Αγγέλου Βλάχου].