εναντιόμορφος

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που είναι ομοιόμορφος με άλλον αλλά προς την αντίθετη πλευρά και με αντίθετη διάταξη («το δεξί και το αριστερό χέρι ή πόδι, μάτι, αφτί κ.λπ. είναι εναντιόμορφα»).
επίρρ...
εναντιομόρφως
κατά τρόπο εναντιόμορφο.