ενατενίζω

Greek Monolingual

(AM ενατενίζω)
προσηλώνω έντονα τα μάτια μου, παρατηρώὥσπερ ἀγάλμασιν ἐνατενίζειν τοῖς βρέφεσιν, ἀγαμένας τοῦ κάλλους», Συνέσ.)
αρχ.-μσν.
(απολ.) ρίχνω το βλέμμα μου, παρατηρώ
αρχ.
(για τα αισθητήρια) εντείνω.