εντείνω

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

Greek Monolingual

(AM ἐντείνω)
Ι. 1. τεντώνω, τανύωεντείνω τη χορδή», «ἱμάντας ἔταμε καὶ ἐνέτεινε τὸν θρόνον»)
2. επιτείνω, δυναμώνωεντείνω τις προσπάθειές μου»)
3. διεξάγω με μεγαλύτερη έντασηεντείνω την πολιορκία», «εντείνεται η κακοκαιρία»)
αρχ.
1. τεντώνω τη νευρά του τόξου
2. δένω σφιχτά
3. επιδιώκω, διεγείρω
4. επιτίθεμαι, χτυπώ
5. προσαρμόζω, τοποθετώ
6. εγγράφω (τρίγωνο σε κύκλο)
7. μελοποιώ
ΙΙ. (μτχ. παθ. παρακμ.) ἐντεταμένος
αυτός που έχει τεντωθεί
αρχ.
εστυμένος, με στύση του πέους.
επίρρ...
ἐντεταμένως (AM)
με ένταση.