ενδελεχής

Greek Monolingual

-ές (AM ἐνδελεχής, -ές)
1. συνεχόμενος, αδιάλειπτος («διὰ πυρὸς ἐνδελεχοῦς», ΠΔ
2. επίμονος, πολύ προσεκτικόςενδελεχής έρευνα»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνδελεχές
ενδελέχεια.