ενδελέχεια

From LSJ

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57

Greek Monolingual

η (AM ἐνδελέχεια)
διάρκεια, συνεχής δράση ή επίδραση («πέτρην κοιλαίνει ῥανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ», Χοιρίλος)
νεοελλ.
αδιάπτωτη επιμέλεια, συνεχής φροντίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δόλιχος].