ενθάπτω

Greek Monolingual

(AM ἐνθάπτω)
θάβω, ενταφιάζω, χώνω στη γη
μσν.
μτφ. κρύβω μέσα σε κάτι («τὴν φλογερὰν τῶν ἀνθρώπων ἁμαρτίαν ἀναλαβών ἐνθάπτει Ἰορδάνου τοῖς νάμασι», Μηναία).